- πεντασύριγγος
- πεντα-σύριγγος, mit fünf Röhren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πεντασύριγγος — ον Α βλ. πεντεσύριγγος … Dictionary of Greek
πεντεσύριγγος — και δ. γρφ. πεντασύριγγος, ον, Α 1. αυτός που έχει πέντε σύριγγες, πέντε οπές 2. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον» (κατά τον Ησύχ.) ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε πέντε οπές μέσα από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια… … Dictionary of Greek